- υπάγω
- ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω]μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)νεοελλ.1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται απευθείας στο υπουργείο»)αρχ.1. οδηγώ κάτι από κάτω («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.)2. (ενεργ. και μέσ.) υποτάσσω, καθυποτάσσω («ἐς... Ἀκράγαντα... πεντεκαίδεκα ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», Θουκ.)3. φέρνω τον υπόδικο στο δικαστήριο, ενάγω4. οδηγώ κάποιον σιγά σιγά προς τα εμπρός («λαμβάνειν δὲ τοῡ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς κύνας ἐκ τῶν ἔργων ἄνωθεν», Ξεν.)5. (ενεργ. και μέσ.) εξαπατώ, αποπλανώ, κάνω κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο6. παρασύρω («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῑν... ὅπῃ ἂν ἐκεῑνος ὑπάγῃ», Πλάτ.)7. φέρνω κάποιον με το μέρος μου («Θηβαίους τὰ νῡν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῑς παραδούς», Δημοσθ.)8. τραβώ κάποιον κρυφά, αποσύρω κρυφά («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεύς», Ομ. Ιλ.)9. απέρχομαι σιγά σιγά, αποσύρομαι («ὑπάγω φρένα τέρψας», Θέογν.)10. εκκενώνω, καθαρίζω11. εντάσσω12. λέγω κάτι ως απάντηση13. υποβάλλω σε..., εκθέτω σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)14. χαμηλώνω, ζαρώνω15. μέσ. ὑπάγομαιπροβάλλω κάτι ως δέλεαρ για να οδηγήσω κάποιον σε άλλο μέρος16. φρ. α) «ὑπάγω τινὰ ὑπό τι(να)» — καταγγέλλω ενώπιον κάποιου (Ηρόδ.)β) «ὑπάγω τινὰ θανάτου» — κατηγορώ κάποιον για έγκλημα τού οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ξεν.)γ) «ὑπάγω τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον τού δήμου για έγκλημα τού οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ηρόδ.)δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — κοιλιά που έχει ευκοιλιότητα (Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.